- κτηνιατρική
- η ветеринария
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κτηνιατρική — Η επιστήμη που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπεία των νόσων των ζώων, την προφύλαξη από τις λοιμώδεις επιδημικές ασθένειες, την υγιεινή τους και την προστασία του ανθρώπου από την επαφή του με τα ζώα. Η κ. πρωτοεμφανίστηκε στις χώρες της… … Dictionary of Greek
κτηνιατρική — η η επιστήμη του κτηνίατρου, κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ερευνά τις ασθένειες των ζώων και τους τρόπους θεραπείας τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτηνιατρικός — ή, ό [κτηνίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην επιστήμη του («κτηνιατρική υπηρεσία») 2. το θηλ. ως ουσ. η κτηνιατρική η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία, την παθολογία και τη θεραπευτική τών ζώων … Dictionary of Greek
κτηνιατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτηνίατρο και την κτηνιατρική: Επισκεφθήκανε την κτηνιατρική υπηρεσία του υπουργείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Aristoteles-Universität Thessaloniki — Motto ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ (Bringe Opfer den Musen und den Chariten) Gründung … Deutsch Wikipedia
δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… … Dictionary of Greek
ζωοθεραπεία — η η θεραπευτική τών ζώων, η κτηνιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootherapy < zoo (πρβλ. ζω(ο) (ΙΙ)*) + therapy (πρβλ. θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… … Dictionary of Greek
κροτωνέλαιο — το (φαρμ.) έλαιο που λαμβάνεται με εκχύλιση κονιοποιημένων σπερμάτων τού φυτού Croton tiglium και χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική ως επισπαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. croton oil < croton (< κρότων) + oil (< μσν. αγγλ.… … Dictionary of Greek